-
1 οὐραῖος
οὐραῖος, zum Schwanze gehörig; τρίχες ἄκραι οὐραῖαι, die Spitze der Schwanzhaare, Il. 23, 520; πτερόν, Schwanzfeder, Luc. Gall. 28; ἄρκτος στρέ-φουσ' οὐραῖα, Eur. Ion 1154, adverbial, zuletzt, zum äußersten; πόδες, Hinterfüße, Theocr. 25, 269; τὸ οὐραῖον, der Fischschwanz, das Schwanzende, Soph. frg. 700 u. oft bei Ath., z. B. Archestr. VII, 303; u. übh. der letzte Theil, τὰ οὐραῖα τῆς ὕλης, Luc. V. H. 1, 35.
См. также в других словарях:
ουραίος — (I) α, ο (ΑΜ οὐραῑος, α, και η, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή αυτός που βρίσκεται στην ουρά («το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών») 2. οπίσθιος, ακραίος, τελευταίος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ουραίο στρ. εξάρτημα τού όπλου, σταθερό… … Dictionary of Greek