Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὰ οὐραῖα τῆς ὕλης

См. также в других словарях:

  • ουραίος — (I) α, ο (ΑΜ οὐραῑος, α, και η, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή αυτός που βρίσκεται στην ουρά («το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών») 2. οπίσθιος, ακραίος, τελευταίος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ουραίο στρ. εξάρτημα τού όπλου, σταθερό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»